αναμαρμαρώνω

αναμαρμαρώνω
[-ώ (ο )] μετ. облицовывать мрамором

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αναμαρμαρώνω" в других словарях:

  • αναμαρμαρώνω — 1. αποκαθιστώ οικοδόμημα στην παλαιά του μορφή καλύπτοντας το με πλάκες μαρμάρου 2. κατασκευάζω εκ νέου ένα κτήριο με μάρμαρο 3. (στα παραμύθια) μεταμορφώνω έμψυχο σε πέτρα, απολιθώνω …   Dictionary of Greek

  • αναμαρμάρωση — η [αναμαρμαρώνω] 1. η επικάλυψη οικοδομήματος με πλάκες μαρμάρου για να αποκατασταθεί η παλαιά μορφή του 2. η εκ νέου κατασκευή ενός κτηρίου με μάρμαρο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»